– Μα βρε γυναίκα, δεν βλέπεις τί ωραίο που είναι; Πού θα το ξαναζήσουμε αυτό;
– Ναι, αλλά 50 ευρώ είναι 50 ευρώ.
Τον επόμενο χρόνο, ξανά τα ίδια. Ο τύπος ήθελε να μπει στο ελικόπτερο αλλά η γυναίκα του επέμενε ότι 50 ευρώ είναι 50 ευρώ. Αφού γινόταν αυτό για μερικά χρόνια, κάποια χρονιά ο πιλότος του ελικοπτέρου τον λυπήθηκε τον φίλο μας. Οπότε του είπε οτι θα τον αφήσει αυτόν και την γυναίκα του να μπουν στο ελικόπτερο τζάμπα με τον όρο ότι δεν θα μιλήσουν και δεν θα φωνάξουν καθόλου όσο θα διαρκέσει η πτήση. Μπαίνουν λοιπόν και αρχίζει ο πιλότος μια να ανεβαίνει, μια να κατεβαίνει, να γυρίζει ανάποδα και να κάνει ό,τι τρέλα μπορείς να φανταστείς. Ο τύπος και η γυναίκα του δεν έβγαλαν ούτε άχνα. Ο πιλότος προσπαθεί περισσότερο για να τους εντυπωσιάσει, αλλά πάλι δεν ακούει τίποτα. Αφού τελειώνει η πτήση και προσγειώνονται, γυριζει ο πιλότος και λέει στον τύπο:
– Ρε φίλε, με ξαφνιάζεις. Τόσες τούμπες στον αέρα και δεν μίλησες καθόλου!
– Σκέφτηκα να πω κάτι όταν έπεσε η γυναίκα μου, αλλά 50 ευρώ είναι 50 ευρώ!
* * *
Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας, φοιτητές, πηγαίνουν για προφορικές εξετάσεις (Йорикас и Костикас, студенты, идут на устный экзамен; ο φοιτητής; η εξέταση – испытание, проверка; экзамен).
Ο Γιωρίκας που ήταν πιο έξυπνος, μπαίνει πρώτος (Йорикас, который был умнее, заходит первым). Τον ρωτάει ο καθηγητής (его спрашивает преподаватель):
– Ποιος νικήθηκε στο Βατερλό (кто-был побежден = проиграл в Ватерлоо; νικώ);
– Ο Ναπολέων Βοναπάρτης (Наполеон Бонапарт).
– Πότε έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης (когда произошло падение Константинополя; γίνομαι);
– Το 1453.
– Υπάρχει ζωή στον Άρη (есть ли жизнь на Марсе; ο Άρης);
– Οι επιστήμονες το μελετούν (ученые это исследуют; ο επιστήμονας; μελετώ).
Βγαίνοντας ο Γιωρίκας ψυθιρίζει στον Κωστίκα (выйдя, Йорикас шепчет Костикасу; βγαίνω):
– «Ναπολέων Βοναπάρτης, 1453, Οι επιστήμονες το μελετούν (Наполеон Бонапарт, 1453, ученые это исследуют)».
Μόλις μπαίνει ο Κωστίκας τον ρωτάει ο καθηγητής (как только заходит Костикас, его спрашивает преподаватель):
– Πώς λέγεσαι παιδί μου (как тебя зовут);
– Ναπολέων Βοναπάρτης.
– Πότε γεννήθηκες (когда ты родился; γεννιέμαι);
– Το 1453.
– Καλά τρελός είσαι (да ты сумасшедший);
– Οι επιστήμονες το μελετούν (ученые это исследуют).
Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας, φοιτητές, πηγαίνουν για προφορικές εξετάσεις.
Ο Γιωρίκας που ήταν πιο έξυπνος, μπαίνει πρώτος. Τον ρωτάει ο καθηγητής:
– Ποιος νικήθηκε στο Βατερλό;
– Ο Ναπολέων Βοναπάρτης.
– Πότε έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης;
– Το 1453.
– Υπάρχει ζωή στον Αρη;
– Οι επιστήμονες το μελετούν.
Βγαίνοντας ο Γιωρίκας ψυθιρίζει στον Κωστίκα:
– «Ναπολέων Βοναπάρτης, 1453, Οι επιστήμονες το μελετούν».
Μόλις μπαίνει ο Κωστίκας τον ρωτάει ο καθηγητής:
– Πώς λέγεσαι παιδί μου;
– Ναπολέων Βοναπάρτης.
– Πότε γεννήθηκες;
– Το 1453.
– Καλά τρελός είσαι;
– Οι επιστήμονες το μελετούν.
* * *
Πάει ένας άνθρωπος στο γιατρό και του λέει (идет человек к врачу и говорит ему; ο γιατρός):
– Δεν μπορώ να αναπνεύσω (не могу вдохнуть; αναπνέω – дышать; сделать вдох, вдохнуть). Κάποιες φορές νιώθω να πνίγομαι (иногда чувствую, что задыхаюсь; η φορά). Σαν να μην μπορώ να αναπνεύσω τον αέρα (как будто не могу входнуть воздух; ο αέρας).
– Πάρε το βάζο, λέει ο γιατρός (бери вазу, говорит врач; παίρνω). Βγάλε τα λουλούδια και βάλε το κεφάλι σου μέσα (вытащи цветы и засунь голову внутрь; βγάζω – снимать /одежду/; вытаскивать, извлекать; βάζω – класть, ставить; помещать).
– Γιατί; ρωτάει ο ασθενής (зачем, спрашивает больной).
– Για να δούμε αν είσαι ψάρι (посмотрим, не рыба ли ты; βλέπω; το ψάρι)!
Πάει ένας άνθρωπος στο γιατρό και του λέει:
– Δεν μπορώ να αναπνεύσω. Κάποιες φορές νιώθω να πνίγομαι. Σαν να μην μπορώ να αναπνεύσω τον αέρα.
– Πάρε το βάζο, λέει ο γιατρός. Βγάλε τα λουλούδια και βάλε το κεφάλι σου μέσα.
– Γιατί; ρωτάει ο ασθενής.
– Για να δούμε αν είσαι ψάρι!
* * *
Πάει ένας άνδρας στον ψυχίατρο και τον ρωτάει (идет мужчина к психиатру и спрашивает его; ο ψυχίατρος):
– Γιατρέ, πώς μπορώ να καταλάβω αν ένας άνθρωπος είναι τρελός (доктор, как мне понять, сумасшедший ли человек; καταλαβαίνω);
– Κοίτα, λέει ο ψυχίατρος (смотри, говорит психиатр; κοιτάζω). Για παράδειγμα γεμίζουμε μια μπανιέρα με νερό (например, наполняем ванну водой). Δίνουμε στον άνθρωπο ένα κουταλάκι, ένα φλιτζάνι και έναν κουβά (даем человеку ложку, чашку и ведро; το κουτάλι; ο κουβάς) και του ζητάμε να αδειάσει την μπανιέρα (и просим его осушить ванну; αδειάζω)…
– Α, κατάλαβα (а, понял; καταλαβαίνω). Ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα έπαιρνε τον κουβά (нормальный человек взял бы ведро; φυσιολογικός – физиологический; естественный, нормальный; παίρνω).
– Όχι, ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα τραβούσε την τάπα της μπανιέρας (нет, нормальный человек вытащил бы затычку из ванны; τραβώ – тянуть; вытаскивать, вытягивать). Θέλετε κρεβάτι δίπλα σε παράθυρο (хотите кровать рядом с окном; το παράθυρο);
Πάει ένας άνδρας στον ψυχίατρο και τον ρωτάει:
– Γιατρέ, πώς μπορώ να καταλάβω αν ένας άνθρωπος είναι τρελός;
– Κοίτα, λέει ο ψυχίατρος. Για παράδειγμα γεμίζουμε μια μπανιέρα με νερό. Δίνουμε στον άνθρωπο ένα κουταλάκι, ένα φλιτζάνι και έναν κουβά και του ζητάμε να αδειάσει την μπανιέρα…
– Α, κατάλαβα. Ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα έπαιρνε τον κουβά.
– Όχι, ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα τραβούσε την τάπα της μπανιέρας. Θέλετε κρεβάτι δίπλα σε παράθυρο;
* * *
Ο Κωστίκας κάθεται έξω από το σπίτι του και παίζει με μια μπάλα (Костикас сидит возле: «вне» своего дома и играет с мячом; κάθομαι).
Περνάει το σκουπιδιάρικο και τον ρωτάνε (проезжает мусоровоз и его спрашивают):
– Έχετε σκουπίδια (есть мусор);
– Μισό λεπτό να ρωτήσω, λέει ο Κωστίκας (минутку: «половина минуты», /сейчас/ спрошу, говорит Костикас; το λεπτό – лепта /монета/; минута; ρωτάω).
Μπαίνει στο σπίτι και βρίσκει την μάνα του (заходит в дом и находит свою маму; βρίσκω):
– Μαμά, έχουμε σκουπίδια (мама, у нас есть: «имеем» мусор);
– Έχουμε παιδί μου (есть, детка).
Βγαίνει ο Κωστίκας πάλι έξω (выходит Костикас снова на улицу: «наружу») και κάνει νόημα στο σκουπιδιάρικο (и кивает /в сторону/ мусоровоза; το νόημα – смысл, значение; знак; κάνω νόημα σε κπ. – делать знак кому-л., кивать, манить).
– Δεν θέλουμε σκουπίδια (нам не нужен: «не хотим» мусор). Έχουμε (у нас есть)!
Ο Κωστίκας κάθεται έξω από το σπίτι του και παίζει με μια μπάλα.
Περνάει το σκουπιδιάρικο και τον ρωτάνε:
– Έχετε σκουπίδια;
– Μισό λεπτό να ρωτήσω, λέει ο Κωστίκας.
Μπαίνει στο σπίτι και βρίσκει την μάνα του:
– Μαμά, έχουμε σκουπίδια;
– Έχουμε παιδί μου.
Βγαίνει ο Κωστίκας πάλι έξω και κάνει νόημα στο σκουπιδιάρικο.
– Δεν θέλουμε σκουπίδια. Έχουμε!
* * *
Ένας κύριος βλέπει μια πολύ όμορφη γυναίκα και της λέει (один человек видит очень красивую женщину и ей говорит; βλέπω; λέγω):
«Αχ πόσο θα ήθελα να ήμουν τη θέση του άντρα σας (ах, как бы /мне/ хотелось быть на месте вашего мужа; θέλω; είμαι; η θέση – место; положение, состояние; ο άντρας – мужчина; муж, супруг)!»
Κι εκείνη του απαντά (а та ему отвечает; απαντάω): «Δεν θα σας το συνιστούσα (я бы вам этого не пожелала: «не посоветовала»; συνιστάω – создавать, образовывать; рекомендовать, советовать). Ξέρετε είμαι χήρα (знаете, я – вдова; ξέρω)!
Ένας κύριος βλέπει μια πολύ όμορφη γυναίκα και της λέει:
«Αχ πόσο θα ήθελα να ήμουν τη θέση του άντρα σας!»
Κι εκείνη του απαντά: «Δεν θα σας το συνιστούσα. Ξέρετε είμαι χήρα!
* * *
Ο Κωστάκης ανεβαίνει πάνω σε μια καρέκλα για να κουρδίσει το ρολόι του τοίχου (Костакис встает: «поднимается» на стул, чтобы завести настенные часы; κουρδίζω; ο τοίχος).
– Καλά θα κάνεις να βάλεις μια εφημερίδα στην καρέκλα (хорошо бы ты положил: «хорошо сделаешь, /если/ положишь» газетку на стул; βάζω), του λέει η μητέρα του (говорит ему его мать).