– Να δω, του απαντά εκείνος, πώς είναι (посмотреть, отвечает ему тот, как /тут у вас/; βλέπω).
– Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος (даже и не думайте, отвечает ему чиновник)! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια (весь день нас избивают какими-то ужасными хлыстами; το μαστίγιο) και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά (а вечером нас помещают в какие-то ужасные бочки, полные дерьма; το βαρέλι; το σκατό)!! Φρίκη! Φρίκη (кошмар)!
Όπου φύγει-φύγει ο ρωμιός (унес оттуда ноги грек: «ромей»; ‘οπου φύγει-φύγει – /выраж./ удирать, уносить ноги; ο Ρωμιός – римлянин, гражданин Византийской Империи[2]; /часто ирон./ грек)… Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια (пробует оставшиеся преисподние, то же самое). Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση (и так, разочарованный, прибегает к последнему решению, греческому аду; απογοητεύω – разочаровывать; καταφεύγω – находить убежище, укрытие, спасаться бегством)!
Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη (итак, подходит он к внешней стороне ворот). Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη (ворота неухоженные, грязные) όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ (и на самом высоком уровне находится /написанное/ большими светящимися буквами слово АД; το σημείο – знак; место; το γράμμα). Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν (К и Л, естественно, не горят). Έτσι η επιγραφή γράφει -Ο-ΑΣΗ (таким образом, надпись гласит: «пишет» ОАЗИС; η όαση).
– Ελληνική ανοργανωσιά… μουρμουρίζει (/вот она/, греческая неорганизованность, бормочет)…
Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους (приближаясь, слышит странный шум; ο θόρυβος)… Μοιάζουν με μουσική (похожий на музыку). Πλησιάζει περισσότερο (подходит ближе: «приближается больше»). Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα (музыка уже слышится отчетливо). Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ (бузуки, баглама и т. д.). Χτυπάει (стучит)… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει (ему открывает один человек с бутылкой: «держа бутылку» в руке, совершенно пьяный, и спрашивает его, что тот хочет; κρατάω; το φέσι – феска /головной убор/; /в кач. определения/ совершенно пьяный).
– Ήρθα να δω πώς είναι (пришел посмотреть, как /тут у вас/), του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα (говорит ему и просовывает голову внутрь)… Τραπέζια, κάπνα (столы, чад; ο καπνός), κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια (какие-то цыпочки танцуют на столах народные танцы, /стучат/ барабаны)… Γενικώς, μπάχαλο (в общем, хаос).
Τρελαίνεται ο τύπος… τι γίνεται εδώ, ρωτά (человек в шоке: «сходит с ума», что тут происходит, спрашивает).
– 'Aσε φίλε, χάλια, – του λέει ο μεθυσμένος (да брось, друг, /все/ плохо, говорит ему пьяный). Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα (ситуация здесь катастрофическая; δραματικός – драматический; трагический). Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια (нас избивают весь день какими-то ужасными хлыстами; το μαστίγιο) και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά (а вечером нас помещают в какие-то ужасные бочки, полные дерьма; το βαρέλι; το σκατό).
– Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος (ты шутишь надо мной, спрашивает умерший; κάνω πλάκα). Εδώ πίνετε και γλεντάτε (вы тут пьете и веселитесь)…
– Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα (э, знаешь, как тут в Греции). Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια (то дерьма нет, то хлысты сломаются)…
Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών.
Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τι κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση. Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.
– Να δω, του απαντά εκείνος πώς είναι.
– Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!! Φρίκη! Φρίκη!
Όπου φύγει-φύγει ο ρωμιός… Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση!
Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει -Ο-ΑΣΗ.
– Ελληνική ανοργανωσιά… μουρμουρίζει…
Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους. Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κλπ. Χτυπάει… Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.
– Ήρθα να δω πώς είναι του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα… Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια τσιφτετέλια, νταούλια… Γενικώς, μπάχαλο.
Τρελαίνεται ο τύπος… τι γίνεται εδώ, ρωτά.
– 'Aσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.
– Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε…
– Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Τη μία δεν έχουμε σκατά, την άλλη χαλάνε τα μαστίγια…
* * *
Σε ένα εστιατόριο ο πελάτης λέει στο γκαρσόν (в ресторане клиент говорит официанту):
– Σας παρακαλώ, μήπως μπορείτε να πάρετε το κοτόπουλο (прошу вас, не могли бы вы: «может быть, вы можете» забрать курицу; παίρνω) να το ψήσετε λιγάκι ακόμα (и пожарить ее еще немного; ψήνω);
– Γιατί, τι έχει (зачем, что с ней: «что имеет»);
– Μου τρώει τις πατάτες (она ест мою картошку)!
Σε ένα εστιατόριο ο πελάτης λέει στο γκαρσόν:
– Σας παρακαλώ, μήπως μπορείτε να πάρετε το κοτόπουλο να το ψήσετε λιγάκι ακόμα;
– Γιατί, τι έχει;
– Μου τρώει τις πατάτες!
* * *
Είναι τρεις ξανθιές σε ένα νησί (трое блондинок /оказались/ на острове; η ξανθιά).
Απέναντι βλέπουν ξηρά, και ένα εμπορικό κέντρο και όλες θέλουν να πάνε εκεί (напротив видят сушу и торговый центр, и все хотят пойти туда; πηγαίνω).
Ξαφνικά βρίσκουν ένα λυχνάρι με τζίνι (вдруг находят лампу с джином).
Το τζίνι δίνει σε κάθε μια τους από μία ευχή (джин дает каждой из них /возможность загадать/ одно желание).
Η πρώτη ξανθιά… εύχεται να γίνει η πιο γρήγορη κολυμβήτρια του κόσμου (первая блондинка желает стать самой быстрой пловчихой мира; γίνομαι; ο κόσμος – мир). Μετά πέφτει στο νερό, και κολυμπάει προς το εμπορικό κέντρο (после этого ныряет: «падает» в воду и плывет к торговому центру), αλλά την τρώνε οι καρχαρίες (но ее съедают акулы; ο καρχαρίας).
Η δεύτερη ξανθιά εύχεται να γίνει η καλύτερη κολυμβήτρια του κόσμου (вторая блондинка желает стать лучшей пловчихой мира). Αμέσως πέφτει στο νερό αλλά την τρώνε και αυτήν κάτι κροκόδειλοι (сразу же бросается в воду, но и ее съедают крокодилы; ο κροκόδειλος).
Η τρίτη εύχεται να γίνει καστανή (третья желает стать шатенкой). Τότε περνά την γέφυρα και πηγαίνει απέναντι (тогда проходит по мосту и идет напротив).
Είναι τρεις ξανθιές σε ένα νησί.
Απέναντι βλέπουν ξηρά, και ένα εμπορικό κέντρο και όλες θέλουν να πάνε εκεί.
Ξαφνικά βρίσκουν ένα λυχνάρι με τζίνι.
Το τζίνι δίνει σε κάθε μια τους από μία ευχή.
Η πρώτη ξανθιά… εύχεται να γίνει η πιο γρήγορη κολυμβήτρια του κόσμου. Μετά πέφτει στο νερό, και κολυμπάει προς το εμπορικό κέντρο, αλλά την τρώνε οι καρχαρίες.
Η δεύτερη ξανθιά εύχεται να γίνει η καλύτερη κολυμβήτρια του κόσμου. Αμέσως πέφτει στο νερό αλλά την τρώνε και αυτήν κάτι κροκόδειλοι.
Η τρίτη εύχεται να γίνει καστανή. Τότε περνά την γέφυρα και πηγαίνει απέναντι.
* * *
Ένας άντρας μέσα σε ένα αερόστατο (один мужчина на воздушном шаре) συνειδητοποιεί ότι έχει χαθεί (осознает, что потерялся; συνειδητοποιώ; χάνομαι). Μειώνει ύψος (снижает высоту; το ύψος) και βλέπει έναν άλλο άντρα στο έδαφος (и видит другого мужчину на земле; το έδαφος). Κατεβαίνει κι άλλο και φωνάζει (спускается еще и кричит):